- φρούδος
- -α, -ο / φροῡδος, -ούδη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Αμάταιος, ανώφελος, άχρηστος (α. «φρούδες ελπίδες» β. «λόγοι πρὸς αἰθέρα φροῡδοι», Ευρ.)μσν.φρ. «εἰς φροῡδον» — σε καταστροφή, σε αφανισμόαρχ.1. αυτός που έχει εξαφανιστεί, που έχει γίνει άφαντος2. (για πρόσ.) α) αυτός που έχει αναχωρήσει, που έχει φύγει, φευγάτος («φροῡδος... δόμων ἄπο», Ευρ.)β) αυτός που έχει απωλεσθεί, χαμένος, καταστρεμμένος («εἰ τοῦτο γὰρ δὴ φροῡδος εἰμι πᾱς ἐγώ», Ευρ.)3. φρ. «φροῡδος ἀπληστίας» — απαλλαγμένος από την απληστία (Κλήμ. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής», σχηματισμένο από τη φρ. πρὸ ὁδοῦ (πρβλ. τον στ. τής Ιλιάδας Δ 382 οἱ δ' ἐπεὶ οὖν ᾤχοντο ἰδὲ πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο), με πρόληψη τής δασύτητας και κράση: πρὸ ὁδοῦ < *προhοδος < *πhρο-οδος < φροῦδος (βλ. και λ. φρουρός)].
Dictionary of Greek. 2013.